Η τεθλιμμένη Παρασκευή, 31 Ιουλίου 2009, ολοκλήρωσε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Διότι η επάρατος νόσος πήρε μαζί της, έχοντας ένα χαμόγελο που είναι δύσκολο να δοθεί εν είδει προσωποποίησης- πολλαπλασίασέ το μία ντουζίνα εκατομμύρια φορές με εκείνο του Τζόκερ και μπορεί να βγάλετε αποτέλεσμα- τον Σερ Μπόμπι Ρόμπσον. Και αν θέλουμε να πούμε κάτι για έναν από τους σπουδαίους Βρετανούς προπονητές της ιστορίας, αυτό είναι ότι οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδονται μετά θάνατον είναι ενδεικτικοί της αξίας του ως ανθρώπου και προπονητή και δεν βαυκαλίζονται, κουβαλώντας πάνω τους τα συνήθη μπιχλιμπίδια της υπερβολής.
Τα λόγια του Ζοσέ Μουρίνιο είναι ενδεικτικά: «Ο Μπόμπι Ρόμπσον δεν θα πεθάνει ποτέ». Ο Πορτογάλος τεχνικός γνωρίζει, ως γνήσιος κοσμοπολίτης από τις ακτές της χώρας που ξεκίνησε ο Χριστόφορος Κολόμβος να βρει τον Παράδεισο και κατέληξε στο να βρει τις ΗΠΑ, να μιλάει του καθενός όπως του πρέπει. Ο Μουρίνιο, κοινώς, δεν είναι ο κλασικός τύπος που θα σεβαστεί την παράδοση και θα επιδαψιλεύσει επαίνους οι οποίοι θα συνιστούν αερολογίες. Θεωρεί τον εαυτό του τον καλύτερο προπονητή του κόσμου και δεν έχει διστάσει να τα βάλει με τον Γιόχαν Κρόιφ, επειδή «είναι ένας τύπος που παίζει γκολφ, έχει αποσυρθεί και κάνει μόνο παρατηρήσεις». Είναι αμφίβολο αν το ποδόσφαιρο θα θυμάται τον Ζοσέ Μουρίνιο ως έναν «σπουδαίο άντρα», ένας χαρακτηρισμός που ακολουθεί ως μόνιμη επωδό τον Μπόμπι Ρόμπσον, αλλά σίγουρα θα τον θυμάται ως έναν ιδιοφυή τεχνικό, που με την τακτική του ορίζει το παιχνίδι σε είκοσι χρόνια από τώρα, έχοντας λύσεις σε κάθε τι που θα του συμβεί.
Όντως, τόσο ο Κρόιφ, όσο και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ στην Μπάγερν Μονάχου μοιάζουν λίγο με τους επαναστάτες της χούντας. Όπως εκείνοι τυφλώθηκαν από την ενέργειά τους και τον κρότο που έκανε η φωνή τους, πήραν το κάστρο- το οποίο θα μπορούσαν να έχουν τοποθετήσει οπουδήποτε- και το έβαλαν στην άμμο, έτσι και οι ποδοσφαιριστές με την αυξημένη ευφυΐα και τις σωστές τοποθετήσεις της δεκαετίας του 1970, τυφλώθηκαν τόσο πολύ από την αναγνωρισιμότητά τους που, αυτό που έχασαν, ήταν η αγάπη τους για το ποδόσφαιρο.
Ο Μπόμπι Ρόμπσον αγαπούσε το ποδόσφαιρο τόσο πολύ, που αν ζούσε τρία δευτερόλεπτα περισσότερα, την τελευταία αναπνοή του θα την ονόμαζε τριπλό σφύριγμα. Αυτό φάνηκε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά ενδεχομένως, περισσότερο, ιδίως και από τη φυσιολογική και τετριμμένη αυταρέσκεια των λόγων εκείνων που βάζουν τον εαυτό τους πάνω από αυτό το κάτι που αγαπάνε, λέγοντας πόσο πολύ το αγαπούν, σε εκείνη τη δήλωση που έκανε στο Μουντιάλ του 1986, σχεδόν σοκαρισμένος από το χέρι που έκανε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, εκείνη τη στιγμή της πονηρής μαύρης μαγείας: «Απολύτως, απίστευτα, διαβολικό».
Αυτός ο άνθρωπος, που τα τελευταία χρόνια του ως τεχνικού της Νιούκαστλ Γιουνάιτεντ, είχε το συνήθειο να αγκαλιάζεται με τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον και να παρακολουθούν μαζί το ζέσταμα των ομάδων του, δεν είχε ακριβώς την ευφυΐα του Σκωτσέζου. Κομψός για Άγγλος, προπονητής της ομάδας της Αγγλίας όχι μόνο στο Μεξικό, αλλά και στην Ιταλία, το 1990, αποθέωνε κάθε όμορφη ποδοσφαιρική στιγμή που έβλεπε μπροστά του, όπως έκανε σε εκείνο το γκολ του Ρονάλντο με τη Σαλαμάνκα. Λίγοι παίκτες είχαν παράπονα με τον Μπόμπι Ρόμπσον, διότι η λάμψη του δικού του συναισθηματικού κόσμου για το ποδόσφαιρο, που αναπόφευκτα έφερνε σκέψη και μπορεί λίγο πόνο, όχι οργανικά, σαν τις αποκρούσεις του στις διαδοχικές επιθέσεις του καρκίνου, αλλά σφικτό, που επέσειε ξενύχτι μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, λίγο αλκοόλ και όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο συμπεριφοράς, αν όχι αόριστης τότε, μην ορισμένης από κάποιους ατομικούς κανόνες, με τους οποίους θα είχε διαφύγει από το βροχερό τοπίο στο οποίο, ενδεχομένως να, ζούσε.
Όταν ο Μουρίνιο μιλάει με καλά λόγια για κάποιον και δεν απευθύνεται σε ένα ποδοσφαιρικό ταλέντο, ίσως να ψυχανεμίζεσαι ότι η αξία του βρίσκεται στον τρόπο συμπεριφοράς και στο πώς ζει τη ζωή. Αυτό το ένστικτο του τρόπου επέτρεψε στον Σερ Μπόμπι να αποκρούσει τις διαδοχικές επιθέσεις του καρκίνου, κάνοντας τον νεότερο γιο του, Μαρκ, να αναφωνεί «είναι απίστευτο ότι ο πατέρας μου έζησε τόσο πολύ».
Το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει πέσει ξανά σε πένθος. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ φόρεσε τα μαύρα της όταν πέθανε ο Ματ Μπάσμπι και εκείνη τη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου του 1994, ο Ράιαν Γκιγκς σκόραρε το μοναδικό νικητήριο γκολ σε αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ, κόντρα στη Νόριτς. Η Νότιγχαμ και η Ντέρμπι Κάουντι φόρεσαν, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2004, όταν ο Μπράιαν Κλαφ διέβη τον Ρουβίκωνα και ουδείς μπορούσε να ορκιστεί με σιγουριά ότι η ψυχή του είχε πάρει πασαπόρτι για τον Παράδεισο. Αλλά ο θάνατος του Ρόμπσον ήταν περισσότερο αντικειμενική υπόθεση. Ακόμα και αν η Νιούκαστλ είχε περισσότερους προσωπικούς λόγους ώστε να αφήσει τους αμφιβληστροειδείς της έρμαια των δακρύων.
Novibet ΕΠΑΘΑ με Super Προσφορά* Γνωριμίας* 21+ | ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ: ΕΕΕΠ | ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΘΙΣΜΟΥ & ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ | ΓΡΑΜΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΕΘΕΑ: 2109237777 | ΠΑΙΞΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ
SEAJETS Ταξιδεύουμε μαζί με το μεγαλύτερο στόλο ταχύπλοων παγκοσμίως σε 50 προορισμούς του Αιγαίου!
