Πρώτα στον Πύργο και έπειτα στη Ρόδο. Με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο να κάθεται στις καρέκλες που «στόλιζαν» τα γήπεδα και τον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς, πρώην δυνάστη της FIBA, να έρχεται τις τελευταίες μέρες του τουρνουά. Όχι ακριβώς σύννομο, για τους αντίπαλους, το όλο κόνσεπτ. Για αυτό αν ρωτήσεις τους παλιούς μπασκετικούς, εκείνους που ξεπήδησαν από το Ευρωμπάσκετ του 1987 και εκείνους που υπήρχαν πριν από αυτό, σπουδαιότερη επιτυχία ήταν το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ και όχι το χρυσό της Αθήνας. Παρ' όλα αυτά ουδείς αμφισβητεί τη θρεπτική αξία του πρώτου μεταλλίου, ουδείς εμπόδισε την πορεία του θριάμβου προς τη μυθοπλασία.
Ο Όσκαρ Γουάιλντ έλεγε ότι «είναι κρίμα που δεν είμαι νέος, για να ξέρω τα πάντα», εν τούτοις αυτοί οι Νέοι μοιάζουν με άτακτους απόφοιτους της Σχολής Μοραΐτη. Έστω και αν είναι πιτσιρικάδες, έστω και αν είναι χρόνια μαζί- μία ιστορία και μία φουρνιά που ξεκίνησε από τον Αύγουστο του 2007 και το Ευρωμπάσκετ των Εφήβων, δεν φαίνεται να έχουν γαλουχηθεί στις αξίες της ομάδας, όσον αφορά στον αντίπαλο. Παρά το γεγονός ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ήρθε η επιτυχία, με μία ήττα σε όλο το τουρνουά και με επικράτηση και ψυχραιμία στους νοκ άουτ αγώνες, χωρίς να χρειαστεί ο δάκτυλος της καλής έξωθεν μαρτυρίας για να διευθετηθεί η δουλειά, οι παίκτες που προσπάθησαν να συναγωνιστούν τους «γαλανόλευκους» δεν πρέπει να έμειναν και πολύ ευχαριστημένοι από τη φιλοξενία τους, παρά το γεγονός ότι μπορεί, στο τέλος, να έμεινε στο μυαλό του οποιουδήποτε πιτσιρικά- που λειτουργεί ως φίλτρο για να «καθαρίζει» τις διανοητικές πληγές της βίαιης συμπεριφοράς- το «μαγικό» νησί που ονομάζεται Ρόδος.
Έμοιαζαν, πάντως, περισσότερο με τον πιτσιρικά που είχε την μπάλα σε μία παρέα και όταν δυσανασχετούσε με τους κανόνες του παιχνιδιού την έπαιρνε και έφευγε, επειδή η πλάστιγγα δεν έγερνε υπέρ του ή κάποιοι ήταν καλύτεροι από εκείνον. Σύμφωνοι, το ελληνικό μπάσκετ έχει υπόβαθρο, εκείνο που αξίζει σε μία χώρα η οποία επί 22 έτη πρωτοστατεί στο παγκόσμιο στερέωμα και έχει φθάσει στον τελικό ενός Μουντομπάσκετ. Ωστόσο θα έπρεπε να κοιτάξουν λίγο οι ιθύνοντες νόες τη διάπλαση των παίδων, αντί να ονειρεύονται με τον τρόπο που ο Λουί Μπουνιουέλ γύρισε τη «διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας» τον φωτογραφικό φακό. Για κάποιον λόγο που δεν είναι τόσο ασύλληπτο, αλλά έχει να κάνει με την επαγωγή στα βασικά, τα οποία δεν μοιάζουν όλως διόλου με το φτύσιμο του Παπά σε έναν Ισπανό και τη χειρονομία του Μπόγρη τη στιγμή που ξεκαθάριζαν όλα. Διότι το πατρικό χάδι στους «ευλογημένους» θα έπρεπε να γίνει μία πατρική «σφαλιάρα» και όχι απενοχοποίηση και αυτόματη συγχώρεση πάσης της συμπεριφοράς.
Και, εν πάση περιπτώσει, η αλητεία θέλει λίγο στυλ. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς έστηνε καυγά στο ΣΕΦ, στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ του 1987, αλλά το ενσωματωμένο θράσος του συνοδευόταν από το γεγονός ότι ήταν το ευλογημένο παιδί μιας γενιάς Γιουγκοσλάβων η οποία δεν είχε καταφέρει και σπουδαία πράγματα και, δεύτερον, από το εξωφρενικό ταλέντο του, που όμοιό του δεν είχε εμφανιστεί στα δαλματικά όρη. Εν τούτοις, ακόμα και κάτω από τη ζεστασιά που του παρείχε η προστασία του αδελφού του, ο Ντράζεν δεν δίσταζε να τα βάλει με ολόκληρο το γήπεδο, έστω κι αν η συμπεριφορά του ήταν προβοκατορική. Στην τελική, η αντρειοσύνη δεν μπορεί να κρύβεται στη ροχάλα ούτε στη φαλλική επίδειξη. Για αυτό και από τη σούμα βγαίνει ο Κώστας Παπανικολάου, που κάπως έπρεπε να εξωτερικεύσει την εσωτερική έκρηξη που αναδεικνύεται σε κάθε βήμα που κάνει στο παρκέ. Ή ο Χάρης Γιαννόπουλος, που σήκωνε τρία δάχτυλα για να πανηγυρίσει ένα κρίσιμο τρίποντο, ένα σουτ της τρέλας, αλλά χωρίς να απευθύνεται με υποτιμητικό τρόπο στον αντίπαλο, επειδή ένιωθε προστατευμένος.
Η μετάβαση από τον πλανήτη του μικρού αγοριού σε εκείνο των ανδρών, θα είναι δύσκολη. Ο τελικός της Ρόδου είχε μία μελαγχολική υφή, καθώς ήταν το τελευταίο παιχνίδι αυτής της ομάδας ως παρέας. Ο πιο ταλαντούχος έφηβων που ο γράφων έχει δει να παίζει μπάσκετ σε κάποια Εθνική, ήταν ο Γιώργος Διαμαντόπουλος, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων το 1999. Η Εθνική είχε τερματίσει έβδομη σε εκείνη τη διοργάνωση, επειδή ο σέντερ της, Λάζαρος Παπαδόπουλος, συνήθιζε να κατεβάζει την μπάλα, ο Αντώνης Φώτσης ήταν απομονωμένος και ο πιο σοβαρός παίκτης της ήταν ο αναπληρωματικός πόιντ γκαρντ, Μανώλης Παπαμακάριος. Ο Φώτσης χαστούκισε, ένα χρόνο μετά, τον Χάρη Μαρκόπουλο σε μία διοργάνωση και έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μπορέσει, έστω, να βρίσκεται σε ένα σύνολο χωρίς να μοιάζει στα αλήθεια απελπισμένος. Ο Διαμαντόπουλος δεν έφθασε πουθενά, αν και στην πραγματικότητα ήταν ένας ασύλληπτος χορευτής των παρκέ και εντυπωσιακός σκόρερ και ο Παπαδόπουλος έπρεπε, επίσης, να περιμένει, για να βρει τη θέση του στην Εθνική. Κάνοντάς το, μάλιστα, όταν δεν το περίμενε κανείς. Ο Φώτσης δεν τιμωρήθηκε για τη σφαλιάρα, όπως δεν τιμωρήθηκε τώρα ο Παπάς, και αναρωτιέσαι, πραγματικά, μήπως αντί για συστήματα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος ποινής, προκειμένου, εν τέλει, να κερδίζουμε, αντί για πρωταθλητές Ευρώπης σε μικρές ηλικίες, σωστούς άντρες ώστε να στοιχειοθετείται αρμονικά το μπάσκετ των μεγάλων αμέσως μετά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σπουδαιότεροι παίκτες της τελευταίας δεκαετίας στο ελληνικό μπάσκετ, δεν «άγγιξαν» τα κλιμάκια των Εθνικών ομάδων. Ούτε ο Θοδωρής Παπαλουκάς, ούτε ο Δημήτρης Διαμαντίδης.
Novibet ΕΠΑΘΑ με Super Προσφορά* Γνωριμίας* 21+ | ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ: ΕΕΕΠ | ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΘΙΣΜΟΥ & ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ | ΓΡΑΜΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΕΘΕΑ: 2109237777 | ΠΑΙΞΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ
SEAJETS Ταξιδεύουμε μαζί με το μεγαλύτερο στόλο ταχύπλοων παγκοσμίως σε 50 προορισμούς του Αιγαίου!
