Quantcast
NEWS
0 ΣΧΟΛΙΑ
ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

Η «χαμένη γενιά» των ποδοσφαιριστών που ήρθαν μετά τον Μέσι και τον Ρονάλντο

Οι δεκαετίες του 1980 και του 2000 μας έχουν προσφέρει αρκετούς παίκτες που έγραψαν ή ετοιμάζονται να γράψουν ιστορία, ωστόσο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για όσους γεννήθηκαν στις αρχές και στα μέσα των 90s


Νέα Στοιχηματική
Μοναδικές Προσφορές* Γνωριμίας ELA όπως είσαι
*Ισχύουν όροι & προϋποθέσεις

Στις 28 Οκτωβρίου, στο «Theatre du Chatelet» στο Παρίσι, θα υπάρξει ένας νέος νικητής της Χρυσής Μπάλας, της υψηλότερης ατομικής διάκρισης στο ποδόσφαιρο ανδρών. Κατά κοινή ομολογία, τα μεγάλα φαβορί είναι οι Βινίσιους, Ρόδρι και Μπέλιγχαμ. Εάν ο 24χρονος επιθετικός της Ρεάλ κερδίσει το βραβείο, θα είναι ο πρώτος παίκτης που γεννήθηκε τον 21ο αιώνα που θα το κάνει. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ισπανός μέσος της Μάντσεστερ Σίτι θα είναι ο πρώτος νικητής που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1990.

Όποιος από τους δύο, εν τέλει, κατακτήσει το βραβείο θα είναι ο πρώτος νικητής που θα γεννηθεί από τον Δεκέμβριο του 1987. Τέτοια ήταν η κυριαρχία του Λιονέλ Μέσι και του Κριστιάνο Ρονάλντο, οι οποίοι έχουν κερδίσει αντίστοιχα οκτώ και πέντε από τους τελευταίους 17 τίτλους της Χρυσής Μπάλας. Οι υπόλοιποι δύο πήγαν στα χέρια του Λούκα Μόντριτς(2018) και Καρίμ Μπενζεμά(2022).

Ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Μόντριτς και ο Μπενζεμά γεννήθηκαν όλοι στα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Όλοι θεωρούνταν τεράστια ταλέντα στα παιδικά τους χρόνια. Όλοι έχουν διαπρέψει όντας ακόμα και 30+ και μόνο τώρα, στη δύση της καριέρας τους έχουν αρχίσει και «ηρεμούν»: Ο Μέσι, 37 ετών αγωνίζεται στο MLS με την Ίντερ Μαϊάμι, και ο Ρονάλντο, 39 ετών και ο Μπενζεμά, 36 ετών, στην Pro League της Σαουδικής Αραβίας με την Αλ Νασρ και την Αλ Ιτιχάντ αντίστοιχα. Ο 39χρονος Μόντριτς εξακολουθεί να βρίσκεται στη Ρεάλ Μαδρίτης, όμως δεν αγωνίζεται όσο αγωνιζόταν στο παρελθόν.

Η λάμψη του Μέσι και του Ρονάλντο συχνά επισκίαζε εκείνη μιας ομάδας παικτών που βρίσκεται τώρα στις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας των τριάντα που περιλαμβάνει τους Νεϊμάρ, Κρόος, Γκριεζμάν, Σαλάχ, Κέιν, Φαν Ντάικ, Γκριεζμάν.

Μια νέα γενιά σούπερ σταρ, αποδεδειγμένων ή δυνητικών, έχει προκύψει, συμπεριλαμβανομένων των Εμπαπέ, Μπέλιγχαμ, Φόντεν, Μουσιάλα και Γιαμάλ.

Από αυτή την πεντάδα, ο Εμπαπέ είναι ο μεγαλύτερος(25). Οι υπόλοιποι γεννήθηκαν όλοι από τις αρχές του αιώνα (μέχρι το 2007, στην περίπτωση του Γιαμάλ, του εξαιρετικά ταλαντούχου εξτρέμ της Μπαρτσελόνα).

Τι γίνεται όμως με εκείνους που ήρθαν μετά τον Νεϊμάρ, τον Ντε Μπρόινε, τον Σαλάχ κ.ά., αλλά πριν από τον Εμπαπέ; Όταν πρόκειται για όσους γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπάρχει ένα χάσμα, όχι απαραίτητα στο ταλέντο, αλλά σίγουρα στο προφίλ, την αναγνώριση και, μετά από βαθύτερη ανάλυση, την εκπροσώπηση στο ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου στην Ευρώπη.

Κανείς δεν θα περιέγραφε τη Χρυσή Μπάλα ως το τέλειο βαρόμετρο της ατομικής απόδοσης, αλλά σίγουρα  λέει κάτι για τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται και εκτιμώνται οι ποδοσφαιριστές. Και όταν πρόκειται για αυτή την ομάδα που γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπάρχει σίγουρα έλλειμμα.

Στις περιπτώσεις του Ρόδρι και του Μπερνάρντο Σίλβα, δύο εξαιρετικών παικτών που διαπρέπουν σε υποτιμημένους ρόλους, σε έναν σύλλογο που δεν έχει το προφίλ των μέσων ενημέρωσης των παραδοσιακών υπερδυνάμεων(Ρεάλ, Μπάρτσα κ.α), αυτό φαινόταν εδώ και καιρό περισσότερο θέμα εικόνας παρά ποιότητας. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα. Ωστόσο υπάρχουν περισσότερα σε αυτό. Ευρύτερα, αυτή η ηλικιακή ομάδα, της  δεκαετίας του 90’, φαίνεται να αγωνίζεται για αναγνώριση - όχι μόνο από τους οπαδούς ή τα μέσα ενημέρωσης, αλλά μέσα στο παιχνίδι.

Όταν η ομάδα τεχνικής μελέτης της FIFA, με επικεφαλής τον πρώην προπονητή της Άρσεναλ, Αρσέν Βενγκέρ, δημοσίευσε την έκθεσή της για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, ανέφερε εν συντομία ότι το τουρνουά είχε «καθοριστεί από τις επιδόσεις των νέων ταλέντων και των έμπειρων παικτών».

Ο Βενγκέρ ανέφερε την τεχνική ικανότητα, τη σωματική δύναμη και το ψυχικό σθένος των Μουσιάλα, Μπέλιγχαμ και Σάκα στο ένα άκρο του φάσματος και, στο άλλο άκρο, τη διαρκή ποιότητα των παικτών στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας των τριάντα, όπως ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Μόντριτς και ο Ολιβιέ Ζιρού.

«Στο σύγχρονο παιχνίδι οι νεαροί παίκτες είναι έτοιμοι να παίξουν νωρίτερα στη μεγαλύτερη σκηνή», είπε πριν στρέψει το μυαλό του σε μια γενιά παικτών που συνέχισαν να διαπρέπουν μέχρι τα τριάντα τους. «Αυτό», είπε ο Βενγκέρ, αναφερόμενος στους 30+ παίκτες «δεν συνέβη πριν από 20 χρόνια, οπότε φαίνεται ότι υπάρχει μια επέκταση της καριέρας στο υψηλότερο επίπεδο».

Αυτό που ο Βενγκέρ και η ομάδα τεχνικής μελέτης δεν ανέφεραν ήταν η σχετική έλλειψη αντίκτυπου στο τουρνουά από τους παίκτες της ενδιάμεσης ηλικιακής ομάδας.

Αυτό αντικατοπτρίστηκε στην ηλικιακή κατανομή των παικτών σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο. Από τους 832 παίκτες που κλήθηκαν για το τουρνουά, οι υψηλότερες εκπροσωπήσεις ανά έτος γέννησης ήταν για το 1997 (δηλαδή, ηλικίας 25 ετών) και το 1992 (δηλαδή, ηλικίας 30 ετών). Όσοι γεννήθηκαν το 1994, οι οποίοι λογικά θα μπορούσαν να ήταν στην καλύτερη ηλικία για ένα Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη το 2022, ήρθαν στην έβδομη θέση.

Αυτό μπορεί να είναι μια απλή στατιστική ιδιορρυθμία και όχι κάτι βαθύτερο, αλλά κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο ίσως καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο, αυτό της Premier League από τη σεζόν 2018-2019 έως εκείνη του 2020-2021. Τα ευρήματα είναι ως επί το πλείστον όπως θα περίμενε κανείς: η κυρίαρχη ομάδα είναι αυτή που γεννήθηκε μεταξύ 1991 και 1994 - εκείνοι που ήταν μεταξύ 23 και 27 όταν ξεκίνησε αυτός ο κύκλος και μεταξύ 26 και 30 όταν τελείωσε ο κύκλος. Σκεφτείτε το ως τη γενιά του Ντε Μπρόινε, του Κέιν, του Σαλάχ.

Υπάρχει σημαντική μείωση του αριθμού των λεπτών της Premier League σε αυτό το διάστημα από παίκτες που γεννήθηκαν το 1995, δηλαδή εκείνους ηλικίας μεταξύ 23 και 27 ετών κατά την εν λόγω περίοδο.

Και πάλι θα μπορούσε να μην σημαίνουν τίποτα αυτά. Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η ηλικιακή ομάδα θα γινόταν πιο κυρίαρχη κατά την επόμενη τριετία. Αλλά δεν συνέβη. Όπως αποδείχθηκε, αυτή η ηλικιακή ομάδα του 1995 πήρε μόλις περισσότερο χρόνο παιχνιδιού μεταξύ 2021-22 και 2023-24, μια περίοδο κατά την οποία ήταν μεταξύ 26 και 29 ετών.

Τα λεπτά που έπαιξαν όσοι γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μειώθηκαν, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά το ίδιο συνέβη και με τους αριθμούς για όσους γεννήθηκαν το 1993, το 1994 και το 1995, οι οποίοι διαφορετικά θα περίμεναν να γίνουν οι κυρίαρχες ομάδες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Αντ 'αυτού, οι κυρίαρχες ηλικιακές ομάδες τώρα ήταν εκείνοι που γεννήθηκαν το 1996 και το 1997 - εκείνοι ηλικίας μεταξύ 24 και 25 ετών όταν ξεκίνησε ο κύκλος και 26 και 27 ετών όταν τελείωσε ο κύκλος. Όσοι γεννήθηκαν το 1995 υποεκπροσωπούνταν δραστικά.

Ακόμη και εκείνοι που γεννήθηκαν το 2001 (παίκτες ηλικίας μεταξύ 20 και 23 ετών κατά την εν λόγω περίοδο) πλησίασαν τον συνολικό χρόνο παιχνιδιού εκείνων που γεννήθηκαν το 1995.

Για να βάλουμε μερικά ονόματα στους αριθμούς, σκεφτείτε το με παρόμοιους όρους με την επιλογή της ομάδας της Αγγλίας για το Euro 2024, όπου παίκτες από τα 25 μέχρι τα 29 τους, όπως ο Στέρλινγκ (γεννημένος το 1994), ο Κάλβιν Φίλιπς και ο Τζακ Γκρίλις (1995), ο Μπεν Τσίλγουελ και ο Τζέιμς Μάντισον (1996) και ο Μάρκους Ράσφορντ (1997) βρέθηκαν σφετερισμένοι από νεότερους παίκτες όπως ο Άντονι Γκόρντον( 2001), ο Κόουλ Πάλμερ (2002) και Κόμπι Μέινου (2005).

Φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη τάση. Χρησιμοποιώντας τους ίδιους τριετείς κύκλους, η κυρίαρχη ηλικιακή ομάδα όσον αφορά τον χρόνο παιχνιδιού στα «πέντε μεγάλα» πρωταθλήματα της Ευρώπης (Premier League, Bundesliga, La Liga, Serie A και Ligue 1) έχει μετατοπιστεί από εκείνους που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε εκείνους που γεννήθηκαν από το 1997 και μετά. Και πάλι, η ομάδα των μέσων της δεκαετίας του '90 που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι σε άνοδο τις τελευταίες σεζόν έχει ξεπεραστεί από μια νεότερη ομάδα.

Από τις 50 μεγαλύτερες μεταγραφές σε συλλόγους της Premier League αυτό το καλοκαίρι, σύμφωνα με το Transfermarkt, μόνο οκτώ αφορούσαν παίκτες ηλικίας άνω των 26 ετών( Σολάνκε, Κίλμαν, Φίλκρουγκ, Μερίνο, Άντερσεν, Μπέργκε, Ράμσντεϊλ και Βλαχοδήμος) Δέκα χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2014, αυτή η ηλικιακή ομάδα αντιπροσώπευε οκτώ από τις 25 μεγαλύτερες μεταγραφές εκείνου του καλοκαιριού. Η αγορά για παίκτες στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας των είκοσι ετών δεν είναι καθόλου όπως ήταν.

Η ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης που κέρδισε το Champions League την περασμένη σεζόν ήταν ένας συνδυασμός παικτών που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990( Καρβαχάλ, Κουρτουά, Νάτσο, Ρίντιγκερ, Αλάμπα, Βάσκεθ, Κρόος, Μόντριτς), αλλά και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ( Βαλβέρδε, Τσουαμενί, Καμαβίνγκα, Βινίσιους, Ροδρίγο, Μπέλιγχαμ. Και πάλι, οι παίκτες που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν ελάχιστοι(Κέπα, Μεντί, Θεμπάγιος).

Τα πράγματα είναι παρόμοια και στην Μπαρτσελόνα: παίκτες που γεννήθηκαν είτε στα τέλη της δεκαετίας του 1980(Λεβαντόφσκι) και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Ίνιγο Μαρτίνεθ, Μαρκ-Αντρέ Τερ Στέγκεν) και ένας πυρήνας παικτών που γεννήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά. Μεταξύ του Τερ Στέγκεν (1992) και του Ντάνι Όλμο (1998), υπάρχουν μόνο τρεις παίκτες:  Αντρέας Κρίστενσεν και Ραφίνια (και οι δύο γεννημένοι το 1996) και Ντε Γιονγκ(1997).

Ένα πιο ακραίο παράδειγμα είναι η Τσέλσι, της οποίας η στρατηγική τα τελευταία δύο χρόνια φαίνεται να αποκλείει σχεδόν κάθε παίκτη που γεννήθηκε πριν από το 1997. Το ρόστερ της, την περασμένη σεζόν αποτελούνταν κυρίως από τους Τιάγκο Σίλβα (γεννημένος το 1984), Στέρλινγκ (1994), Τσίλγουελ (1996) και έναν τεράστιο πυρήνα νεότερων παικτών, η πλειοψηφία των οποίων γεννήθηκε από το 2000 και μετά.

Υπάρχουν όμως και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Η μία είναι η Μπάγερν Μονάχου, της οποίας ο βασικός κορμός περιλαμβάνει τους Γκορέτσκα, Κίμιχ, Παλίνια, Γκνάμπρι(όλοι γεννημένοι το 1995) και Σανέ, Κομάν, Κιμ Μιν-Τζάε (1996).

Και υπάρχοει και η πρωταθλήτρια της Premier League, Μάντσεστερ Σίτι, που έχει τους Στόουνς, Κόβασιτς, Μπερνάρντο Σίλβα  (όλοι γεννημένοι το 1994), Ακέ, Ακάντζι, Γκρίλις(1995), Ρόδρι (1996) και τον Ρουμπέν Ντίας (1997). Κατά κάποιο τρόπο, αυτό φαίνεται διδακτικό όταν πρόκειται για το προφίλ - τεχνικό και όχι μόνο - των πιο επιτυχημένων παικτών αυτής της ηλικιακής ομάδας.

Από τότε που άφησε το ποδόσφαιρο ως παίκτης, ο Τζο Ντέιβις ξεκίνησε ένα πρακτορείο ψηφιακού μάρκετινγκ που υποστηρίζει επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και αθλητές να χτίσουν το εμπορικό σήμα τους. Έχει μελετήσει αυτό το θέμα σε βάθος από εμπορική και αθλητική άποψη και μίλησε στο «Athletic», αναφέροντας κάποια πράγματα τα οποία είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Η εποχή Μέσι-Ρονάλντο είναι μοναδική», δήλωσε. «Δημιούργησαν αυτή τη μη ρεαλιστική προσδοκία για το τι σημαίνει να είσαι σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου. Επαναπροσδιόρισαν το ταβάνι, το οποίο επισκίασε μεγάλο μέρος του απίστευτου ταλέντου που ακολούθησε».

Ο Ντέιβις ανέφερε επίσης, ότι μόνο καθώς ο Μέσι και ο Ρονάλντο έχουν αρχίσει να μειώνουν ρυθμούς, μακριά από την ένταση του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, «επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να αναγνωρίσουμε το ταλέντο παικτών όπως ο Χάαλαντ και ο Εμπαπέ. Ήταν η ενδιάμεση ομάδα που, με τον Μέσι και τον Ρονάλντο στην ακμή τους, αγνοήθηκε για τόσο πολύ καιρό».

«Οι ευκαιρίες για τους σύγχρονους παίκτες να προωθήσουν τον εαυτό τους είναι πολύ μεγαλύτερες και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο αυτό το νέο κύμα νέων ταλέντων – Χάαλαντ, Εμπαπέ, Βινίσιους, Μπέλιγχαμ, Γιαμάλ και ούτω καθεξής - "έχει γίνει τόσο μεγάλο τόσο σύντομα".

Η λέξη κύμα είναι εύστοχη. Είτε πρόκειται για μουσική, κινηματογράφο, αθλητισμό ή σχεδόν οτιδήποτε άλλο,  μας αρέσει να βλέπουμε τέτοια φαινόμενα με αυτούς τους όρους. Μερικές φορές χρειάζεται ένα συγκρότημα, ένα τραγουδιστής ή ένας αθλητής για να περάσει και να χαράξει ένα μονοπάτι για να ακολουθήσουν άλλοι. Μερικές φορές υπάρχει μια απελπισία να χριστούν νέα αστέρια.

Υπάρχει ένα παράξενο παράδοξο. Όσον αφορά το προφίλ και την προβολή, η λατρεία του ατόμου έχει αυξηθεί κατά την τελευταία δεκαετία όπως ποτέ άλλοτε, όπως ήταν η έκρηξη των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης και του παγκόσμιου branding. Ταυτόχρονα, η λατρεία του ατόμου στο γήπεδο έχει μειωθεί. Στο παρελθόν, οι κορυφαίες ομάδες θα μπορούσαν να έχουν έναν ή δύο παίκτες «πολυτελείας». Αυτό άλλαξε με τον Πεπ Γκουαρδιόλα και τον  Γιούργκεν Κλοπ, όταν αμφότεροι έχτισαν ομάδες των οποίων η αφοσίωση στο δημιουργικό ποδόσφαιρο συνοδευόταν από αδιαπραγμάτευτες σωματικές και τακτικές απαιτήσεις από κάθε παίκτη.

Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι, αν ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτεροι ή πέντε χρόνια νεότεροι, ο Μπερνάρντο και ο Βαλβέρδε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εξτρέμ ή Νο 10 και όχι ως εγκεφαλικοί, πολυλειτουργικοί μέσοι.

Αλλά ο ατομικισμός φαίνεται να είναι πίσω στη μόδα. Εμπαπέ, Χάαλαντ, Βινίσιους Τζούνιορ, Μπέλιγχαμ, Μουσιάλα, Γιαμάλ... Πρόκειται για μια γενιά κορυφαίων παικτών που ενθαρρύνονται να «κάνουν τη δουλειά τους» και να παίξουν με τις τεράστιες δυνάμεις τους - κάτι που, στις περιπτώσεις του Εμπαπέ και του Χάαλαντ, σημαίνει να σκοράρουν γκολ ασταμάτητα,  αντί να ανησυχούν για τη δομή του πιεστικού παιχνιδιού της ομάδας τους.

Είναι παίκτες των οποίων τα σπάνια ταλέντα αξίζουν επιείκεια - και όλη τη διαφημιστική εκστρατεία και την κολακεία που έρχεται με τα κατορθώματά τους.

Ίσως η ιστορία να είναι λιγότερο περίπλοκη από αυτό. Ίσως η ανάπτυξη κορυφαίων αθλητών να είναι ανάλογη με την παραγωγή κρασιού. Μερικά χρόνια, για λόγους που μπορεί να είναι δύσκολο να εξηγηθούν, αποδίδουν καλύτερες καλλιέργειες από άλλες.

Για να το θέσουμε ωμά, το 1987 ήταν μια vintage χρονιά που έφερε τον Μέσι, τον Μπενζεμά και τον Λουίς Σουάρες. Το 1992 έφερε τους Νεϊμάρ, Σαλάχ, Μανέ, Σον. Το 1998 έφερε τους  Εμπαπέ, Οσιμέν, Αλεξάντερ-Άρνολντ, Βαλβέρδε, Έντεγκααρντ. Το 2000 έφερε τους Χάαλαντ, Βινίσιους, Φόντεν, Σάκα.

Συγκριτικά, η ηλικιακή ομάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι περιέργως απογοητευτική. Ο πολυτιμότερος ποδοσφαιριστής του Transfermarkt που γεννήθηκε το 1995 είναι ο Όλι Γουότκινς, του οποίου η καριέρα ήταν αργή, ανεβαίνοντας στα πρωταθλήματα με την Έξετερ Σίτι και την Μπρέντφορντ, προτού καθιερωθεί ως ένας καλός σκόρερ στην Premier League με την Άστον Βίλα. Ο δεύτερος πολυτιμότερος παίκτης που γεννήθηκε το 1996, πίσω από τον Ρόδρι, είναι ο Μάντισον, ο οποίος, καθώς πλησιάζει τα 28α γενέθλιά του, έχει μόλις επτά συμμετοχές για την Αγγλία και δεν έχει ακόμη παίξει στο Champions League.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και να κοιτάξουμε τη λίστα των νικητών του βραβείου «Golden Boy», που καθιερώθηκε από την ιταλική ποδοσφαιρική εφημερίδα «Tuttosport» για να αναγνωρίσει τον καλύτερο παίκτη κάτω των 21 ετών σε κάθε ημερολογιακό έτος.

Ορισμένοι από τους πρώτους νικητές του βραβείου ήταν οι Γουέιν Ρούνεϊ, Σεσκ Φάμπρεγκας και Λιονέλ Μέσι. Τις τελευταίες τέσσερις φορές, το βραβείο το έχουν κερδίσει οι Μπέλιγχαμ, Χάαλαντ και το δίδυμο της Μπαρτσελόνα, Γκάβι και Πέδρι. Πριν από αυτούς ήταν οι Φέλιξ, Ντε Λιχτ και Εμπαπέ.

Το 2014, το 2015 και το 2016, χρονολογίες οι οποίες καλύπτουν την ηλικιακή ομάδα για την οποία μιλάμε, οι νικητές ήταν ο Στέρλινγκ (τότε στη Λίβερπουλ), ο Άντονι Μαρσιάλ (τότε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) και ο Ρενάτο Σάντσες (τότε στην Μπάγερν Μονάχου) - συναρπαστικά ταλέντα σίγουρα, αλλά ακόμη και σε αυτό το στάδιο της καριέρας τους δεν είχαν το ίδιο hype με έναν νεαρό Γουέν Ρούνεϊ, Φάμπρεγας ή Μπέλινγκχαμ, πόσο μάλλον με έναν Λιονέλ Μέσι.

Ούτε τα άλλα ονόματα που εμφανίστηκαν στην πρώτη τριάδα για το Golden Boy όλα αυτά τα χρόνια: Ράσφορντ, Οριγκί, Μαρκίνιος, Κομάν και Μπεγερίν.

Είχαν μακρά και επιτυχημένη καριέρα σίγουρα. Ο Μαρκίνιος είναι αρχηγός στη Παρί και έχει 91 συμμετοχές με τη Βραζιλία. Ο Κομάν έχει κερδίσει το Champions League με την Μπάγερν Μονάχου και έπαιξε για τη Γαλλία στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022. Ο Οριγκί σκόραρε για τη Λίβερπουλ σε τελικό Champions League.

Το φαινόμενο της «χαμένης γενιάς» είναι πολύ πιο έντονο και πολύ πιο ξεκάθαρο στο ανδρικό τένις. Η κυριαρχία των «Big Three»(Φέντερερ, Ναδάλ, Τζόκοβιτς) ήταν τόσο ακραία που κέρδισαν 53 από τα 61 τουρνουά Grand Slam που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Ιουνίου 2005 και Ιουνίου 2020! Υπήρξαν νίκες για τους Μάρεϊ, Βαβρίνκα, Ντελ Πόρτο και Τσίλιτς, αλλά και οι τέσσερις ήταν περίπου στην ίδια ηλικιακή ομάδα με τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς.

Η πραγματική χαμένη γενιά στο ανδρικό τένις ήταν αυτή που ήρθε αργότερα και, μοιραζόμενη την πίστα με παίκτες των οποίων η ιδιοφυΐα ταίριαζε με τις δυνάμεις αντοχής τους, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τρόπος. Ο Αυστριακός Ντόμινικ Τιμ και ο Ντανίλ Μεντβέντεφ είναι οι μόνοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1989 και 2000 που κέρδισαν Grand Slam.

Η τελευταία κατάταξη της ATP λέει μια ιστορία: πέρα από τον Τζόκοβιτς (1987) στην τέταρτη θέση, ο Γκριγκόρ Ντιμιτρόφ (1991) είναι ο μόνος παίκτης στο top 20 που γεννήθηκε μεταξύ 1988 και 1995. Είναι ο Κάρλος Αλκαράθ (2003) και ο Γιανίκ Σίνερ (2001) που οδηγούν το ανδρικό τένις στη μετά Big Three εποχή.

Η ιδέα μιας χαμένης γενιάς είναι βέβαιο ότι θα είναι πολύ πιο θολή σε ένα ομαδικό άθλημα όπως το ποδόσφαιρο, όπου η ατομική απόδοση είναι πολύ πιο δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί. Όμως, ως σύνολο, οι παίκτες που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχουν επισκιαστεί από την ομάδα που προηγήθηκε και, όλο και περισσότερο, από εκείνη που προέκυψε από τότε. Η κατάταξη της Χρυσής Μπάλας δεν θα πει ποτέ ολόκληρη την ιστορία, αλλά βοηθά στην απεικόνιση του ελλείμματος μεγάλων προσωπικοτήτων και ταλέντων που προκαλούν τη μεγαλύτερη προσοχή και αναγνώριση.

Η απουσία μιας φιγούρας όπως του Μέσι και του Ρονάλντο είναι απολύτως φυσιολογική, αλλά είναι επίσης μια ηλικιακή ομάδα που περιέργως στερείται τερματοφυλάκων, κεντρικών αμυντικών, εξτρέμ και σέντερ φορ.

Πέρα από αυτό, οι δυνάμεις της αγοράς έχουν αρχίσει να συνωμοτούν εναντίον τους, καθώς η εστίαση έχει στραφεί προς τη νεολαία. Αυτό που θα περίμενε κανείς να είναι η κυρίαρχη ηλικιακή ομάδα το 2024 έχει αρχίσει να αγωνίζεται για χρόνο παιχνιδιού και να πιέζεται, ιδιαίτερα όταν οι μισθοί ή οι μισθολογικές απαιτήσεις θεωρούνται υπερβολικές.

Ο Μέμφις Ντεπάι, 30 ετών, βρήκε πολλούς δρόμους στην Ευρώπη κλειστούς και κατέληξε να ενταχθεί στη  Κορίνθιανς. Δεν είναι σαφές πού θα κατέληγε ο 29χρονος Στέρλινγκ, ο οποίος ήταν περιττός στη Τσέλσι, αν η Άρσεναλ δεν του πρόσφερε σανίδα σωτηρίας την τελευταία ημέρα των μεταγραφών.

Και ο Στέρλινγκ, ενώ τα λεπτά συμμετοχής του έχουν μειωθεί τις τελευταίες σεζόν, ήταν σίγουρα ένας από τα μεγαλύτερα ταλέντα στην ηλικιακή του ομάδα: νικητής Golden Boy ως έφηβος στη Λίβερπουλ, τέσσερις φορές πρωταθλητής της Premier League στη Μάντσεστερ Σίτι, 82 συμμετοχές με την Αγγλία και, ναι, μερικές θέσεις στο top-20 στην κατάταξη της Χρυσής Μπάλας, που είναι περισσότερο από σχεδόν οποιονδήποτε άλλο παίκτη σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Εάν ο πρώην συμπαίκτης του στη Μάντσεστερ Σίτι, Ρόντρι, στεφθεί ο καλύτερος παίκτης στο ανδρικό ποδόσφαιρο το 2024, θα αποτελέσει μια απόκλιση όσον αφορά το προφίλ, το στυλ παιχνιδιού αλλά και την ηλικία. Από πολλές απόψεις, ο Ρόδρι θα ήταν η τέλεια επιλογή, ο αθόρυβα λαμπρός σημαιοφόρος μιας ηλικιακής ομάδας που έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΗΓΗ: The Athletic




Novibet ΕΠΑΘΑ με Super Προσφορά* Γνωριμίας* 21+ | ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ: ΕΕΕΠ | ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΘΙΣΜΟΥ & ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ | ΓΡΑΜΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΕΘΕΑ: 2109237777 | ΠΑΙΞΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ

SEAJETS Ταξιδεύουμε μαζί με το μεγαλύτερο στόλο ταχύπλοων παγκοσμίως σε 50 προορισμούς του Αιγαίου!
ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:


ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΟΣΟΥ
ΕΠΟΜΕΝΟ